- ποικίλλω
- ποίκιλα, ποικίλθηκα, ποικιλμένος, -η, -ο1. κάνω κάτι ποικίλο, το στολίζω: Το ποικίλαμε κάπως το γραφείο.2. παραλλάζω, κάνω κάτι διαφορετικό, αλλάζω: Συχνά ποικίλλω τη δίαιτά μου.3. μτφ., κάνω κάτι ωραίο, διακοσμώ: Ο Καρκαβίτσας ποικίλλει το λόγο με πολλές σύνθετες λέξεις.4. αμτβ., αλλάζω, είμαι διαφορετικός, διαφέρω: Το κλίμα ποικίλλει από τόπο σε τόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.